- τριακοντοῦτις
- τριᾱκοντοῦτις , τριακονταετήςfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τριακοντούτις — ιδος, ἡ, / τριακοντοῡτις, ΝΑ βλ. τριακοντούτης … Dictionary of Greek
τριακοντούτης — ες / τριακοντούτης, οῡτες, ΝΜΑ, και λόγιος τ. θηλ. τριακοντούτις Ν, και τριακονταέτηρος, ον, Μ, και τ. θηλ. τριακοντοῦτις, ούτιδος, Α ο τριακονταετής. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακοντοέτης < τριάκοντα + ετης (< ἔτος), με συναίρεση τού ληκτικού… … Dictionary of Greek
κατατριακοντουτίζω — (Α) κωμική λ. τού Αριστοφ. (Ἱππῆς 1391), ο οποίος αναφέρεται στις τριακοντούτιδες σπονδές τού 425 π.Χ. που τίς προσωποποιεί ως εταίρες και κάνει αισχρό λογοπαίγνιο με τις λ. κατακοντίζω, δηλ. διατρυπώ, διαπερνώ πέρα πέρα, εντελώς, συνουσιάζομαι,… … Dictionary of Greek